- ἀναβαθμός
- ἀναβαθμόςflight of stepsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναβαθμός — ο (Α ἀναβαθμὸς) [ἀναβαίνω] σκάλα, σκαλοπάτι μσν. αντιφωνικό τροπάριο αρχ. κινητή, φορητή σκάλα … Dictionary of Greek
ἀναβαθμοῖς — ἀναβαθμός flight of steps masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμοί — ἀναβαθμός flight of steps masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμοῦ — ἀναβαθμός flight of steps masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμούς — ἀναβαθμός flight of steps masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμῶν — ἀναβαθμός flight of steps masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμῷ — ἀναβαθμός flight of steps masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμόν — ἀναβαθμός flight of steps masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβασμοῖς — ἀναβαθμός flight of steps masc dat pl ἀναβασμός progress masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβασμοί — ἀναβαθμός flight of steps masc nom/voc pl ἀναβασμός progress masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)